- ομηρέταις
- ὁμηρέταις (Α)(κατά τον Ησύχ.) «ὁμοψήφοις, ὁμογνώμοσιν».[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. όμηρος (Ι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
όμηρος — Πρόσωπο που κρατείται ως εγγύηση για την τήρηση ορισμένης συμπεριφοράς από μέρους του κράτους στο οποίο ανήκει ή των πολιτών του. Η πρακτική της ομηρίας προς εξασφάλιση του σεβασμού των συνθηκών συναντάται στην αρχαιότητα, στα κράτη της Πρόσω… … Dictionary of Greek